- ὑποκαθιστής
- ὑποκαθ-ιστής, οῦ, ὁ, =A subsessor, ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκαθιστής — ὁ, Μ [ὑποκαθίζω] 1. αυτός που στήνει ενέδρα, που ελλοχεύει 2. μτφ. υπονομευτής … Dictionary of Greek